- ταγίνι
- και ταγήνι και ταΐνι, το, Ν1. μερίδα τροφής ζώων, ταγή2. (κατ' επέκτ.) (σχετικά με άνθρωπο) σιτηρέσιο, συσσίτιο («να μοιραστεί ταγήνι βασιλικό στη φτώχεια», Ζερβ.)3. μτφ. δαρμός, ξύλο, μπερτάκι («έφαγε ένα ταγίνι που δεν περιγράφεται»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tayin < ταγήν, αιτ. τού ταγή].
Dictionary of Greek. 2013.